- άχειλος
- -η, -ο [χείλος]αυτός που δεν έχει χείλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άχειλος — η, ο αυτός που δεν έχει χείλια (κυριολ. και μτφ.): Το παιδί είχε γεννηθεί άχειλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)